- ὑπανοίξασα
- ὑπανοίξᾱσα , ὑπανοίγωopen from belowaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπανοίγω — ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α [ἀνοίγω] ανοίγω («ἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.) αρχ. 1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο 2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek